Η ρικνωτική κάψα είναι παθολογικός ουλώδης ιστός που δημιουργείται μετά από τοποθέτηση ενθέματος μαστού και μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα αλλαγή του σχήματος του μαστού ή/και πόνο.
Η δημιουργία ουλώδους ιστού γύρω από οποιοδήποτε ένθεμα μπει στον οργανισμό μας (π.χ. τεχνητή άρθρωση, σιλικόνη) είναι μια φυσιολογική διαδικασία. Ο οργανισμός μας προσπαθεί να περιχαρακώσει το ξένο σώμα και να το απομονώσει. Στην περίπτωση των ενθεμάτων μαστού αυτό βοηθάει στο να διατηρούνται στην επιθυμητή θέση (σαν ένας εσωτερικός «στηθόδεσμος»). Κάποιες φορές ο ουλώδης ιστός που δημιουργείται, γίνεται υπερβολικά σκληρός και αρχίζει να ρικνώνεται γύρω από το ένθεμα. Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα αισθητικά προβλήματα και σε προχωρημένες περιπτώσεις πόνο στην περιοχή των ενθεμάτων.
Η κάψα ταξινομείται σε 4 στάδια:
1: Δεν υπάρχουν συμπτώματα, οι μαστοί παραμένουν μαλακοί στην ψηλάφηση και δεν υπάρχει αλλαγή του σχήματος.
2: Δεν υπάρχει αλλαγή του σχήματος αλλά οι μαστοί είναι σκληροί στην ψηλάφηση.
3: Οι μαστοί είναι σκληροί και υπάρχει αλλαγή του σχήματος.
4: Οι μαστοί είναι σκληροί, υπάρχει αλλαγή του σχήματος και πόνος.
Στο 75% των περιπτώσεων η δημιουργία κάψας συμβαίνει στα 2 χρόνια μετά την τοποθέτηση των ενθεμάτων. Αν συμβεί μετά πολλά χρόνια πρέπει να ελέγξουμε τα ενθέματα για πιθανή ρήξη.
Οι κυριώτεροι προδιαθεσικοί παράγοντες για τη δημιουργία κάψας είναι το αιμάτωμα (δημιουργία θρόμβων αίματος) και η φλεγμονή. Αυτά μπορούν να αντιμετωπισθούν σε κάποιο βαθμό λαμβάνοντας όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις διεγχειρητικά και εφαρμόζοντας “lege artis” χειρουργική τεχνική. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και με άριστη χειρουργική τεχνική, κάποιες φορές μπορεί να δημιουργηθεί ρικνωτική κάψα λόγω προδιάθεσης της ασθενούς. Ο κάθε ασθενής επουλώνει διαφορετικά και γι’ αυτό κάποιο κάνουν δύσμορφες, μεγάλες ουλές ενώ άλλοι ανεπαίσθητες μετά από αντίστοιχους τραυματισμούς. Ο συνολικός κίνδυνος εμφάνισης κάψας είναι 8-12% σε υπομυϊκή τοποθέτηση του ενθέματος και 12-18% υποαδενική τοποθέτηση του ενθέματος.
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη δημιουργία κάψας;
Έχουν χρησιμοποιηθεί συντηρητικές μέθοδοι για αντιμετώπιση της κάψας όπως μασάζ, προσπάθεια εξωτερικής εφαρμογής πίεσης, υπέρηχος, έγχυση κορτικοστεροειδών ή λίπους με αμφίβολα αποτελέσματα. Η χειρουργική αντιμετώπιση που συνίσταται σε αφαίρεση του ενθέματος, αφαίρεση όλης ή τμήματος της κάψας ανάλογα με την περίσταση και ενδεχομένως αλλαγή της θέσης (π.χ. αν ήταν υποαδενική η τοποθέση να μπεί το ένθεμα υπομυϊκά) προσφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση η ασθενής πρέπει να γνωρίζει ότι μετά την αφαίρεση της κάψας η πιθανότητα να επαναδημιουργηθεί η κάψα διπλασιάζεται. Έτσι, αν στην αρχική επέμβαση η πιθανότητα δημιουργίας κάψας είναι περίπου 10%, στην επανεπέμβαση είναι 20%.
Φωτογραφία:
Χειρουργική διόρθωση ρικνωτικής κάψας ΔΕ μαστού πριν και μετά.